εγκατάλειψη

εγκατάλειψη
(Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας. Η ε. της νομής ενός κινητού πράγματος με πρόθεση παραίτησης από την κυριότητά του έχει, εξάλλου, ως αποτέλεσμα αυτό να καθίσταται αδέσποτο. Επίσης, η κοίτη ποταμού όχι πλωτού, η οποία εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κύριους των παραποτάμιων κτημάτων. Ιδιαίτερες διατάξεις περιέχονται στον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου σε ό,τι αφορά την ε. πλοίου. Η ε. είναι επίσης όρος που συναντάται στο πτωχευτικό δίκαιο και ακόμη συχνότερα στο στρατιωτικό ποινικό δίκαιο. Βαρύ κολάσιμο αδίκημα αποτελεί και η ε. θέσης φυλακής ή αρχηγίας. Με βαρύτατες ποινές τιμωρείται η ε. πλοίου ή ναυαγίου χωρίς διαταγή της αρμόδιας αρχής, ενώ ο κυβερνήτης πλοίου είναι υποχρεωμένος να το εγκαταλείψει τελευταίος. Αξιόποινο αδίκημα αποτελεί και η ε. νηοπομπής καθώς και η ε. πυράς κλπ. σε ναύσταθμους, λιμάνια κλπ. Ανάλογες διατάξεις ισχύουν και στο αεροπορικό δίκαιο: ε. αρχηγίας, ε. αεροσκάφους ή τόπου προσγείωσης, ε. συνοδείας αεροσκαφών κλπ. Ο όρος ε. απαντάται επίσης στο δίκαιο των σωματείων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων (επιτροπών εράνων). Η ε. του σκοπού ενός σωματείου είναι ένας από τους λόγους της διάλυσής του.
* * *
η (AM ἐγκατάλειψις)
1. απομάκρυνση από πρόσωπο ή πράγμα
2. παραμέληση
3. αδιαφορία
μσν.- νεοελλ.
«εγκατάλειψις σχήματος» — η αποβολή τού ράσου από κληρικό ή μοναχό, πράξη που τιμωρείται σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο·|| νεοελλ. φρ.
1. «εγκατάλειψη θέσεως»
(για στρατιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους) αυτόβουλη, συνήθως κακόβουλη, αποχώρηση από τη θέση στην οποία έχει ταχθεί κάποιος να εκτελεί συγκεκριμένη υπηρεσία
2. «εγκατάλειψη δημόσιου πράγματος» — παραμέληση δημόσιου πράγματος από τον υπεύθυνο για τη φύλαξή του
3. «εγκατάλειψη υπηρεσίας» — καθυστερημένη προσέλευση ή πρόωρη αποχώρηση υπαλλήλου από την υπηρεσία του
4. «εγκατάλειψη ανηλίκου» — αδιαφορία για την τύχη ανηλίκου από τους γονείς του για ικανό χρονικό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκατάλειψη — η 1. παράτημα. 2. η οριστική απομάκρυνση από κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαταλείψῃ — ἐγκαταλείπω leave behind fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… …   Dictionary of Greek

  • ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …   Dictionary of Greek

  • λιποταξία — η (Α λιποταξία) [λιποτάκτης] η αυθαίρετη εγκατάλειψη τών τάξεων τού στρατού («λιποταξίαν καὶ στρατείας ἀπόδρασιν», Δημ.) νεοελλ. 1. (Στρ. Π.Κ.) έγκλημα που διαπράττει στρατιωτικός όταν εγκαταλείπει χωρίς άδεια τον τόπο στον οποίο έχει διαταχθεί… …   Dictionary of Greek

  • μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… …   Dictionary of Greek

  • μαλιά — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”